ΒΟΛΤΑ ΜΕ ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΣΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΑ ΓΙΑΣΕΜΙΑ
Στρώνει το καλοκαίρι την αμμουδιά του κι απλώνει τα κοχύλια του σ’ ένα παζάρι ευχών, που κουβαλούν καράβια αρμενίζοντας στ’ ανοικτά της αναμονής του. Γιορτάζει ο ήλιος από νωρίς κερνώντας καθαρό ουζάκι σ’ ένα ταβερνάκι εποχής που αράζουν νέοι, κάθονται και ηλικιωμένοι κι ο χρόνος μένει πάντα ζωντανός σαν θύμηση. Ένα κορίτσι μαζεύει τα μαλλιά του σε κότσο και τρέχει ξυπόλυτο με χαμόγελο στα χείλη στα καλντερίμια της ανάτασης μας σαν ελπίδα που σκάει ξαφνικά όπως τα πέταλα ανθού στον κήπο κι από την ευωδιά του μεθούν τα σκαλωμένα στο