Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

ΙΠΤΑΜΕΝΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΦΡΑΣΕΟΛΟΓΙΚΑ ΤΟΥΣ: ΠΑΠΟΥΤΣΙ


Ακτιβιστική βαλλιστική; Όχι, απλή ενημέρωση των αναγνωστών περί της λέξης παπούτσι. Για τα UFO (Unindentified Flying Objects) ανατρέξτε ΕΔΩ. Για τα υπόλοιπα αντικείμενα που θα θέλατε να πετάξετε στις κυβερνήσεις, δεν φέρουμε καμία ευθύνη, ό,τι προαιρείσθε _οι πέτρες ενδείκνυνται.
Καταρχάς, η ίδια η λέξη παπούτσι είναι δάνειο, από τα τουρκικά (papuç, pabuç), με περσική την αρχή. Από παλιά παίρναμε λέξεις σχετικές με την υπόδηση από τους εξ ανατολών γείτονες και ειδικά από τους Πέρσες: τα τζαγγία, που τα φορούσαν και οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, και που...


έδωσαν αργότερα τον τσαγκάρη, περσικής αρχής είναι. Όμως, στην ελληνική γλώσσα το παπούτσι καθιερώθηκε για οποιοδήποτε υπόδημα, έγινε γενικός όρος (ή να πω γένιος ως απόδοση του generic για να μην καταλάβετε; ), ενώ τα ξαδερφάκια του σε άλλες γλώσσες, π.χ. το γαλλικό babouche (αυτοί το πήραν από τους άραβες κι έτσι το αρχικό p μετατράπηκε σε b επειδή οι άραβες δεν ξεκινάνε λέξεις από p) δηλώνουν ένα συγκεκριμένο είδος παπουτσιού, σαν παντούφλα ή πασούμι.

Εδώ ξεκινάει επικίνδυνο μονοπάτι: αν είναι να ασχοληθώ με τα ετυμολογικά του κάθε είδους παπουτσιού, του τσαρουχιού και της αρβύλας, του σκαρπινιού και της μπότας, του πασουμιού και της παντόφλας, της γαλότσας, της σαγιονάρας και της γόβας, τότε, ζήτω που καήκαμε, δεν τελειώνουμε ούτε μεθαύριο. Και να προσέξετε ότι έμεινα μόνο στα είδη παπουτσιών που γνωρίζει ένας αρσενικός, διότι ακούγοντας τις γυναίκες να λένε για μπαλαρίνες και πλατφόρμες, υποψιάζομαι ότι υπάρχει κι άλλο ένα πολύ μεγαλύτερο υποδηματικό βασίλειο που μου είναι άγνωστο. Οπότε, θα περιοριστώ στον γενικό όρο, το παπούτσι. Ούτε έχω σκοπό, αλλά ούτε και δυνατότητες έτσι που είμαι μακριά από τα κιτάπια μου, να κάνω αναδρομή στην ιστορία της υπόδησης. Οπότε, περιορίζομαι στα φρασεολογικά του παπουτσιού.

Η Ιμέλντα Μάρκος είχε (λένε) χιλιάδες ζευγάρια, αλλά οι πιο πολλοί από τους παππούδες μας είχαν ένα ή δυο, και φορούσαν τα παπούτσια τους μέχρι σχεδόν να αποσυντεθούν. Τα παλιά παπούτσια ήταν λοιπόν χιλιοταλαιπωρημένα, τρύπια, βρόμικα και τρισάθλια, παρουσίαζαν δηλαδή οικτρό θέαμα.
Έτσι, το γράφω κάποιον ή κάτι στα παλιά μου τα παπούτσια είναι έκφραση δηλωτική έσχατης περιφρόνησης –που λειτουργεί και χωρίς το ρήμα, σαν αναφώνηση: «στα παλιά μου τα παπούτσια».

Εκ των υστέρων, στη δημοσιογραφική γλώσσα, μεταφράστηκε ειρωνικά στην καθαρεύουσα και έτσι χρησιμοποιείται συχνά, λες και αν το πεις στην καθαρεύουσα είναι πιο ευγενικό, π.χ. ο ίδιος ο υπουργός προσωπικά αλλά και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους το Σύνταγμα (από ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ για κάποια κουτσουκέλα του κ. Λοβέρδου). Πάντως, έχει το γούστο της στην περίπτωση αυτή η καθαρευουσιανιά, μας θυμίζει λίγο και τον Μποστ.

Κι ένα ωραίο απόσπασμα του Βάρναλη από την Αληθινή απολογία του Σωκράτη, με τη γνήσια έκφραση: Εγώ βέβαια τα πολιτικά μου δικαιώματα τα είχα γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια. Ποτές μου δεν πήγα να ψηφίσω· να διαλέγω μοναχός μου ποιος κλέφτης θα με κλέβει και ποιος τζελάτης θα με κόφτει.

Για κάποιον που διώχνεται χωρίς πολλές ευγένειες και χωρίς να τηρηθούν τα προσχήματα, υπάρχει η έκφραση του έδωσαν τα παπούτσια στο χέρι -το λέμε για αξιωματούχο (π.χ. υπουργό) που χάνει τη θέση του ή εργαζόμενο που απολύεται ή για σύζυγο, μνηστήρα ή ερωτικό σύντροφο που διώχνεται.

Αν διαβάσετε κάπου ότι η έκφραση, τάχα, προήλθε από βυζαντινό έθιμο που τάχα-τάχα προέρχεται από τους Βαβυλώνιους, ότι όταν τάχα ο αυτοκράτορας ήθελε να αποπέμψει κάποιον αξιωματούχο, του έστελνε τάχα ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια με το όνομά του τάχα γραμμένο επάνω, μην το πιστέψετε, είναι νατσουλισμός. Η πραγματική προέλευση της έκφρασης είναι κάπως πιο πεζή: τα παλιά τα χρόνια, ο επισκέπτης άφηνε τα παπούτσια του στην είσοδο του σπιτιού και έμπαινε μέσα ξυπόλητος. Αν λοιπόν γινόταν φορτικός, η νοικοκυρά τού έφερνε τα παπούτσια του, δηλώνοντας ότι είναι ώρα να πάρει τέλος η επίσκεψη. Και για κάποιον που αποπέμφθηκε, λέμε πήρε παπούτσι, αν και συχνότερη είναι η παραλλαγή πήρε πόδι.

Λέμε επίσης του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, όταν περιορίζουμε κάποιον, του επιβαλλόμαστε ή τον δεσμεύουμε υπερβολικά. Κεντρική έννοια εδώ είναι η πειθάρχηση και ο περιορισμός της ελευθερίας του άλλου, είτε είναι απείθαρχος εργαζόμενος είτε μουρντάρης σύζυγος.

Ο Κ. Κάσσης λέει ότι η φράση προέρχεται από σχετικό βασανιστήριο στο οποίο υποβάλλανε τους χωρικούς οι χωροφυλάκοι και οι ληστές, αλλά ο Νικόλαος Πολίτης δεν λέει τίποτε τέτοιο οπότε κρατάω επιφυλάξεις –αντίθετα, ο Πολίτης δίνει απαράλλαχτη τουρκική έκφραση και παρεμφερή ρουμανική. Πάντως, είναι παλιά έκφραση· ο ιερομόναχος Κατζιούλης την έχει στη συλλογή του αν και μασκαρεμένη: Δύο πόδες ενί υποδήματι.

Υπάρχει και η πασίγνωστη παροιμία Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο, ότι το ντόπιο ή το οικείο είναι προτιμότερο κι ας έχει ατέλειες –δεν το λέμε μόνο για αγορές αλλά και για γάμο με συντοπίτη. Μια παρέκβαση: όταν παίζαμε χαρτιά, πριν από πολλά χρόνια, τα άχρηστα χαρτιά τα λέγαμε «παπούτσια» -κι όταν, στην πρέφα, σηκώναμε από κάτω την αγορά, ο τζογαδόρος συνήθιζε να λέει, ξορκιστικά, «παπούτσι από τον τόπο σου…». Αλλά αυτό το λέγαμε πιθανότατα μόνο στην παρέα μου.

Αντιθέτως, είναι κοινότατο να λέμε ότι το στόμα μου είναι (σαν) παπούτσι ή έγινε η γλώσσα μου (σαν) παπούτσι, όταν έχει στεγνώσει το στόμα μας, έχουμε βραχνιάσει, ιδίως την άλλη μέρα μετά από πολύ ποτό και πολλά τσιγάρα (χανγκόβερ που το λένε).

Προσοχή όμως, γιατί η έκφραση έχει/έβγαλε γλώσσα σαν παπούτσι είναι διαφορετική, σημαίνει ότι κάποιος είναι φλύαρος αλλά και αναιδής ή θρασύς μαζί. Ίσως η έκφραση αυτή να είναι της Θράκης και της Πόλης, γιατί κυρίως εκεί τη βρίσκω, με πιο γνωστή τη φαναριώτισα κεράτσα Κρουσταλλένια του Τανταλίδη, που
Η κεράτσα Κρουσταλένια έχει γνώση σαν κουκούτσι,
και μια γλώσσα σαν παπούτσι
κι όταν κάμνει να λαλήσει φαναριώτικα καμπόσα,
ω! να διείτε τότε πνεύμα! ω! να διείτε τότε γλώσσα!
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
χίλια λόγια της τρεχάτα.

Πιο σπάνια είναι η έκφραση με μισό παπούτσι, που λέγεται για κάποιον πάμφτωχο. Π.χ. ξεκίνησε από το χωριό του με μισό παπούτσι και έγινε μέγας και τρανός. Ακόμη περισσότερο σπάνια, αλλά γουστόζικη, είναι η έκφραση «θα βάψω τα παπούτσια μου μαύρα», ειρωνική απάντηση στην απειλή κάποιου. Λέει, για παράδειγμα, ο άλλος: «Αφού είσαι έτσι, δεν θα ξαναπατήσω στο σπίτι σου!» -και απαντάμε: «Κι εγώ από τη λύπη θα βάψω τα παπούτσια μου μαύρα» (αφού τα παπούτσια έτσι κι αλλιώς μαύρα βάφονταν). Σε αστικό περιβάλλον, για τέτοιες περιπτώσεις λέμε «θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει». Οι σαντορινιοί λένε ή λέγαν για κάποιον που φεύγει αναπάντεχα και κάπως κρυφά «κρητικό παπούτσι έγινε» -εμείς θα λέγαμε «το έστριψε αλά γαλλικά» (Προσοχή στην προφορά των γαλλικών liaison).

Για κάποιον πολύ πιο άξιον από μας, λέμε: δεν είμαι άξιος να λύσω τα κορδόνια των παπουτσιών του. Η φράση πάει πίσω στο Ευαγγέλιο: Ου ουκ ειμί ικανός λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού. Κι όταν μιλάμε για ένα μισητό μέρος ή αισχρούς ανθρώπους, λέμε ή λέγαμε ότι είναι να φεύγεις και να τινάζεις τα παπούτσια σου, ώστε να μη μείνει πάνω ούτε η σκόνη τους. Κι αυτό ανάγεται στο Ευαγγέλιο, σε κάμποσα χωρία, π.χ. εξερχόμενοι της οικίας ή της πόλεως εκείνης, εκτινάξατε τον κονιορτόν των ποδών υμών (όπως βλέπετε,  μια χαρά το καταλαβαίνουμε και χωρίς δασείες, περισπωμένες και άλλα αλεξαντριανά σκουληκάκια). Πολύ πιο σύγχρονα, και πιο ειδικά, για τον βετεράνο ποδοσφαιριστή (ή αθλητή) που αποσύρεται από την ενεργό δράση λέμε ότι κρέμασε τα παπούτσια του.

Κοντεύουμε στο τέλος, οπότε ας πάμε στις παραλλαγές. Η έκφραση «το στόμα μου είναι σαν παπούτσι», που αναφέρθηκε παραπάνω, έχει και την παραλλαγή της, το στόμα μου είναι σαν τσαρούχι.
Υπάρχουν κι άλλες εκφράσεις όπου η λέξη τσαρούχι λειτουργεί επιτατικά. Για παράδειγμα, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος έχει πλήρη άγνοια για τα τεκταινόμενα, λέμε ότι κοιμάται με τα τσαρούχια.
Για κάποιον που πετυχαίνει κάτι με άνεση (π.χ. να περάσει τις εξετάσεις) λέμε ότι πέρασε/πέτυχε/μπήκε με τα τσαρούχια. Προσοχή όμως, γιατί όταν κάποιος έχει μπει μέσα με τα τσαρούχια μπορεί να σημαίνει ότι είναι καταχρεωμένος, χρωστάει στους πάντες, ή αλλιώς χρωστάει σε όσους φοράνε παπούτσια.
Ενώ στον παροιμιόμυθο για τον βλάχο και τον ζωγράφο, τα παπούτσια και τα τσαρούχια εναλλάσσονται, αρκεί να είναι κόκκινα: θέλοντας ο βλάχος και μη θέλοντας ο ζωγράφος, φόρα και συ Χριστούλη μου κόκκινα παπούτσια (ή τσαρούχια). Στην αρχή της παροιμίας, υπάρχει μύθος: ένας βλάχος που είχε βγάλει πολλά λεφτά στα ξένα, γύρισε στο χωριό και άρχισε τις ευεργεσίες· χρηματοδότησε λοιπόν την αγιογράφηση της εκκλησίας, αλλά έβαλε όρο να φοράει κόκκινα παπούτσια (ή τσαρούχια) ο Χριστός. Ο αγιογράφος διαφώνησε, αλλά ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, οπότε υποχώρησε ο ζωγράφος αλλά, λένε, είπε το παροιμιώδες –σε μια παραλλαγή μάλιστα το έγραψε σε μια γωνίτσα.

Μια άλλη φράση που συνηθίζεται όταν θέλουμε να περιγράψουμε μια στριμόκωλη κατάσταση, μια δύσκολη περίοδο που περνάμε, είναι στενό παπούτσι κι ανήφορος! Τη βρίσκουμε επίσοις «γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι κι ανήφορο», ενώ αλλού την έχουν εντελώς ξεχειλώσει: ανηφόρα, βίτσα, πούτσα και στενά παπούτσα –αν και έχει το γούστο της η έμμετρη μορφή.

Γενικά πάντως το στενό παπούτσι είναι δηλωτικό της δύσκολης, της στενόχωρης, της στριμωγμένης κατάστασης. Και τι κάνεις όταν σε στενεύει αβάσταχτα το παπούτσι σου; Το βγάζεις και το πετάς –κι έτσι ξαναγυρίσαμε στη βαλλιστική, ακριβώς εκεί από όπου είχαμε αρχίσει!

Πηγή: Νίκος Σαραντάκος, Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Ετικέτες

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα